παρακούειν

παρακούειν
παρακούω
hear beside
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • радеть — ею, радивый, обычно с отрицанием не , др. русск. радити заботиться наряду с родити, рожу – то же, неродиɪе ἀμέλεια, неродъ – то же, ст. слав. *радити, нерадити, нераждѫ ἀμελεῖν, παρακούειν (Супр.), наряду с родити заботиться , болг. радя, радея… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… …   Dictionary of Greek

  • παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”